- περιβράσσω
- περι-βράσσω, rings umher od. sehr erschüttern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιβράσσω — και αττ. τ. περιβράττω, ΜΑ βράζω και τινάζομαι ολόγυρα μσν. μέσ. περιβράσσομαι (για πρόσ.) αναταράζομαι, σπαρταρώ από γέλια, από οργή ή από θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βράσσω «αναταράσσω, σείω, κλονίζω»] … Dictionary of Greek